Νέα Σιβηρία

Νέα Σιβηρία
(Novosibirskye Ostrova). Αρχιπέλαγος του Βόρειου Παγωμένου ωκεανού, που ανήκει στη Ρωσία· αποτελεί το βόρειο τμήμα της αυτόνομης Δημοκρατίας της Γιακουτίας, στη Ρωσική Δημοκρατία. Βρίσκεται λίγες δεκάδες χιλιομέτρων στα Β της βορειοανατολικής Σιβηρίας, ανάμεσα στη θάλασσα Λάπτιεφ στα Δ και στην Ανατολική Σιβηρική θάλασσα στα Α. Έχει έκταση 38.400 τ. χλμ. και λίγες δεκάδες κατοίκων που ασχολούνται με την αλιεία και το κυνήγι γουνοφόρων ζώων. Το αρχιπέλαγος αποτελείται από τρία νησιωτικά συγκροτήματα: της Ν. Σ. (28.600 τ. χλμ.) που έδωσε την ονομασία του σε ολόκληρο το συγκρότημα, όπου βρίσκεται το ομώνυμο νησί και το νησί Κότελνι· της Λιάχοφ (7.000 τ. χλμ.) στα Ν της πρώτης, που περιλαμβάνει το νησί της Μεγάλης Λιάχοφ, και τέλος τη συστάδα της Ντε Λονγκ (800 τ. χλμ.) στα ΒΑ του κύριου συγκροτήματος, στην οποία βρίσκονται διάφορα άλλα μικρότερα νησιά (Ανριέτ, Ζανέτ, Μπένετ). Τα νησιά που χωρίστηκαν από την ξηρά μόνο κατά το μειόκαινο (Τριτογενής αιώνας), είναι κυματοειδή ή πεδινά και τείνουν να χαμηλώσουν, γι’ αυτό και η παράκτια διαμόρφωση τους παρουσίαζει μεγάλη ποικιλία. Είναι κατά μεγάλο μέρος παγωμένα ή καλύπτονται από τούνδρα. Τις συστάδες Λιάχοφ και Ν.Σ. ανακάλυψε αντίστοιχα το 1770 και το 1773 ο Ρώσος έμπορος Λιάχοφ· στην τρίτη συστάδα έφτασε ο Αμερικανός θαλασσοπόρος Ντε Λονγκ, στον oποίο οφείλει και την ονομασία της.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει …   Dictionary of Greek

  • Σοβιετική Ένωση Ιστορία — Η ιστορία του σοβιετικού κράτους αρχίζει με τη «μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση», όπως πέρασε ήδη στην παγκόσμια ιστορία το εγχείρημα που κορυφώθηκε στα τέλη Οκτωβρίου του 1917 και έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση του σοβιετικού κράτους και το… …   Dictionary of Greek

  • επανάσταση — Η ριζική μεταβολή μιας ορισμένης τάξης πολιτικών και κοινωνικών πραγμάτων, η οποία, σε γενικές γραμμές, βασίζεται στην υποτιθέμενη ή στην πραγματική θέληση των λαϊκών μαζών και πραγματώνεται οργανωμένα και συνειδητά με μια ενέργεια περισσότερο ή… …   Dictionary of Greek

  • Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • δασός — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”